ξίκικος

ξίκικος
και ξύκικος, -η, -ο
αυτός που ζύγίζει λιγότερο από το κανονικό, λειψός στο βάρος, λιποβαρής.
επίρρ...
ξίκικα- λειψά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eksik + κατάλ. -ικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξίκικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν έχει το κανονικό βάρος, λειψός: Το τυρί ήταν ξίκικο. 2. μτφ., ο ανόητος, λειψός: Και τα δύο παιδιά τους είναι ξίκικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”